Μέχρι το 1923 υπήρχε η άποψη ότι το αρχαίο Αγρίνιο βρισκόταν νότια της σημερινής Σπολάιτας, στην ανατολική όχθη του Αχελώου, απέναντι από την αρχαία Στράτο. Η υπόθεση αυτή έγινε εξαιτίας υπολειμμάτων τείχους που διακρίνονται στην περιοχή...
Η άποψη αυτή υποστηρίχτηκε κυρίως από τον περιηγητή Bazin, ο οποίος με τη σειρά του στηρίχτηκε στην περιγραφή του Πολύβιου, που ήδη έχει προαναφερθεί και αφορά την πορεία του Φιλίππου του Ε΄ της Μακεδονίας, καθώς κατευθύνονταν προς το αρχαίο Θέρμο.
Είναι σκόπιμο να θυμηθούμε τον Πολύβιο που αναφέρει: «Διαβάς δε Φίλιππος τον Αχελώον ποταμόν, … παρήει δε εκ μεν ευωνύμων απολείπων Στράτον, Αγρίνιον, Θεστιείς, εκ δε δεξιών Κωνώπην, Λυσιμαχίαν, Τριχώνιον, Φοίτεον». Η θέση του Bazin αμφισβητήθηκε από τον Κ. Ρωμαίο, ο οποίος, μη έχοντας σαφή ευρήματα που να μαρτυρούν την ακριβή τοποθέτηση της αρχαίας πόλης, πίστευε ότι το τείχος της Σπολάιτας δεν ήταν το αρχαίο Αγρίνιο, αλλά ακριτικό φρούριο αυτού.
Υπήρχαν ακόμη και άλλες γνώμες αναφορικά με τη θέση του αρχαίου Αγρινίου. Έτσι κάποιοι ήθελαν αυτό να βρίσκεται στα Άγραφα, στη χώρα των Αγραίων, κάποιοι στην τοποθεσία του σημερινού Βλοχού και κάποιοι άλλοι στο «Παλιόκαστρο» του Μαλευρού.
Η πληρέστερη άποψη για τη θέση του αρχαίου Αγρινίου διατυπώθηκε από τον Άγγλο περιηγητή Leake, σύμφωνα με τον οποίο το αρχαίο Αγρίνιο βρισκόταν 3 χλμ. ΒΔ της σημερινής πόλης, κοντά στη σημερινή Μεγάλη Χώρα (Ζαπάντι). Η οριστική απάντηση για την ακριβή θέση του αρχαίου Αγρινίου δόθηκε το 1927, οπότε η αρχαιολογική σκαπάνη, «…με τη διεύθυνση του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Ι. Μηλιάδη και με δαπάνες του Δήμου Αγρινίου και των αδελφών Παπαστράτου», στη θέση «κτήμα Μαρίτσα», 2 χιλιόμετρα ΒΔ του σημερινού Αγρινίου, έφερε στο φως τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν ότι εκεί βρίσκονταν η αρχαία πόλη.
Ο μύθος θέλει το Αγρίνιο να οφείλει το όνομά του στον Άγριο, το γιο του βασιλιά της Πλευρώνας και Καληδόνας, Πορθάονα και της Ευρύτης. Χαρακτηριστικά ο Όμηρος αναφέρει: «…Πορθεί γαρ τρεις παίδες ευμύμονες εξεγένοντο…Άγριος ηδέ Μέλας, τρίτατος δ’ ην ιππότα Οινεύς» Ο μύθος, συνεχίζοντας, θέλει τον Άγριο να εκδιώκεται από την Πλευρώνα από το Διομήδη και να ιδρύει στη συνέχεια το Αγρίνιο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή το όνομα του Αγρινίου έχει οπωσδήποτε σχέση με το όνομα ενός αρχαίου λαού, που έζησε σ’ αυτή την περιοχή, των Αγραίων.
Οι Αγραίοι ή Αγριάνες, πρώτοι κάτοικοι του Αγρινίου, κατέβηκαν από τα Άγραφα, ακολουθώντας το ρεύμα του ποταμού Αχελώου. Υπάρχει όμως και τρίτη άποψη, σύμφωνα με την οποία το όνομα Αγρίνιο οφείλεται στο Θεό «Άγριο Απόλλωνα», που ήταν θεός του κυνηγιού και λατρεύονταν στην περιοχή. Ως πόλη το αρχαίο Αγρίνιο γίνεται γνωστό στην ιστορία στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και ειδικά το 321 π.Χ.
Είναι η εποχή κατά την οποία οι Αιτωλοί αναδεικνύονται σε σημαντική στρατιωτική δύναμη και κέντρο της αντίστασης κατά των Μακεδόνων. Αντίπαλοι των Αιτωλών είναι οι Ακαρνάνες, που είναι σύμμαχοι των Μακεδόνων και συγκεκριμένα του Κάσσανδρου, ενός από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Αιτωλοί είχαν χτυπήσει τους Μακεδόνες στη Θεσσαλία και ο Κάσσανδρος συμβούλεψε τους Ακαρνάνες να καταλάβουν, ανάμεσα στις άλλες πόλεις της Αιτωλίας και το Αγρίνιο.
Το Αγρίνιο, λόγω της τοποθέτησής του, αποτελούσε μόνιμα την πιο προωθημένη αιτωλική θέση προς το μέρος των Ακαρνάνων. Το γεγονός αυτό αποτελούσε σημείο τριβής ανάμεσά τους και έτσι, οι Ακαρνάνες, εκμεταλλευόμενοι την απουσία των Αιτωλών στη Θεσσαλία, πέρασαν τον Αχελώο και κατέλαβαν το Αγρίνιο (321 π.Χ.) το οποίο κράτησαν μέχρι το 314 π.Χ., οπότε την πόλη παρέλαβε ο Κάσσανδρος και εγκατέστησε εκεί, σε συνεργασία με τους συμμάχους του Ακαρνάνες, Δωριείς ή Δεριείς ή Δηριείς, με αρχηγό το στρατηγό Λυκίσιο ή Λυκίσκο . «…Οι Αιτωλοί σχεδόν αμέσως μετά την αναχώρησιν του Κασσάνδρου, συνεκέντρωσαν 3000 άνδρας και επολιόρκησαν το Αγρίνιον˙ δεν ήσαν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τμήματα ανατολικώς του Αχελώου…». Η πόλη παραδόθηκε, αφού κλείστηκε συμφωνία με βάση την οποία οι Ακαρνάνες και οι Δηριείς θα έφευγαν για τον τόπο τους ανενόχλητοι.
Οι Αιτωλοί δεν τήρησαν τη συμφωνία αυτή. Καθώς έφευγαν οι Ακαρνάνες, τους κατέσφαξαν. Ύστερα από αυτό οι Μακεδόνες εισέβαλλαν στην Αιτωλία (313 π.Χ.) με επικεφαλής το γιο του Κάσσανδρου, Φίλιππο, χτύπησαν τους Αιτωλούς, κατέλαβαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το Αγρίνιο, οι κάτοικοι του οποίου, για να σωθούν, κατέφυγαν στα βουνά. Από τότε η πόλη ερημώθηκε. Για χίλια περίπου χρόνια, δηλαδή μέχρι το 13ο μ.Χ. αιώνα, το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται πουθενά. Πιθανότατα η πλήρης ερήμωση να επήλθε το 31 π.Χ. με την υποχρεωτική μεταφορά των κατοίκων στη Νικόπολη της Πρέβεζας. Το 13ο αιώνα Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Αυτός έχτισε στην περιοχή που βρίσκονταν το αρχαίο Αγρίνιο νέα πόλη δίνοντας την ονομασία Μεγάλη Χώρα. Στόχος του ήταν να συγκεντρώσει τους υπάρχοντες μικροοικισμούς των κατοίκων της περιοχής που ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Με την πάροδο των χρόνων η πόλη αναπτύσσεται, παράλληλα δε αρχίζει να χρησιμοποιείται και το όνομα «Βραχώρι». Το 1294, στη Μεγάλη Χώρα, χτίστηκε λαμπρός ναός αφιερωμένος στην Παναγία, από την Άννα, τη σύζυγο του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου. Σήμερα σώζονται ερείπια του ναού αυτού. Το 1294 η περιοχή αποτελεί τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και δίνεται ως προίκα στη Θάμαρ, κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου, παντρεύοντάς την με το Φίλιππο, γιο του ηγεμόνα του Τάραντα, Κάρολου Β΄ του Ανδεγαυού.
Ο Φίλιππος απόκτησε επίσης και τα δικαιώματα επί της διαδοχής του θρόνου της Ηπείρου. Μετά από μια περίοδο έντονων διενέξεων το διάστημα 1340-1355 η περιοχή, μαζί με όλο το Δεσποτάτο της Ηπείρου, πέφτει στα χέρια του Στέφανου Δουσάν, ηγέτη των Σέρβων. Μετά το θάνατο του Δουσάν η αυτοκρατορία του διαμελίζεται και η περιοχή περνά στην εξουσία των Αλβανών που έχουν γενικό αρχηγό τον Κάρολο Τόπια. Τότε δημιουργήθηκαν τέσσερα μικρά κράτη. Ένα από αυτά ήταν το κράτος του Μπούα, στο οποίο υπάγονταν το Βραχώρι. Τα κράτη αυτά έρχονται σε ρήξη μεταξύ τους με αποτέλεσμα την εμπλοκή των Τούρκων, που κατείχαν ήδη τη Μακεδονία, την εισβολή αυτών στην Αιτωλοακαρνανία και την καταστροφή της. Η ονομασία «Βραχώρι», που αναφέρθηκε ήδη, έχει διάφορες ερμηνείες.
Μια εκδοχή θέλει να προήλθε από τη λέξη «Εβραιοχώριο» και τούτο γιατί κατοικήθηκε από Εβραίους, με τη διαφορά όμως ότι οι Εβραίοι μετά την καταστροφή της Βαβυλώνας και της Ιερουσαλήμ από το Ρωμαίο στρατηγό Τίτο, ζούσανε σποραδικά σε διάφορα μέρη έχοντας εγκατασταθεί σε πόλεις οι οποίες κατοικούνταν από άλλους λαούς, χωρίς να ιδρύσουν αμιγώς δικά τους χωριά ή πόλεις. Η δεύτερη άποψη θέλει την ονομασία Βραχώρι να προέρχεται από το «Ραχοχώρι», αφού οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στις πλαγιές των παρακείμενων βουνών και συγκεκριμένα στην περιοχή του σημερινού παλιού Αγίου Χριστοφόρου.
Μια άλλη εξήγηση, η πιθανότερη, είναι ότι η ονομασία προήλθε από την ονομασία «Βλοχοχώρι», αφού η περιοχή ανήκε διοικητικά στον «καζά» (διοικητική περιφέρεια) του Βλοχού και οι πρώτοι του κάτοικοι ήρθαν από εκεί. Με παρετυμολογία της λέξης προήλθε το «Βλαχοχώρι», αφού οι κάτοικοι ήταν βοσκοί (βλάχοι) και κατά τη λεγόμενη απλολογία και από αφομοίωση του λ προς ρ, συνήθως στη δημοτική γλώσσα, μπορεί να μετατραπεί σε Βλοχώρι, Βλαχώρι, Βραχώρι. Είδαμε ότι, από το 1450, το Αγρίνιο το κατείχαν οι Τούρκοι. Η κατοχή αυτών κράτησε για 120 χρόνια, οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Ενετών, αλλά σύντομα γύρισε ξανά στην τουρκική κατοχή. Το 1449, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Ήπειρο, προχώρησαν προς το Κάρλελι (Αιτωλ/νία) και κάνανε πρωτεύουσα αυτής της περιοχής τον Αετό, όμως κατά τα τέλη του 17ου μ.Χ. αιώνα, μετέφεραν την πρωτεύουσα στο Βραχώρι. Η μεταφορά της πρωτεύουσας έγινε τόσο γιατί ήταν εμπορικό και παραγωγικό κέντρο όσο και γιατί βρισκόταν περίπου στο μέσον του δρόμου μεταξύ Ηπείρου-Πελοποννήσου.
Έτσι δεν έχουν παρά να εγκατασταθούν σ’ αυτό τουρκικές οικογένειες, στις οποίες σύμφωνα με το τουρκικό τιμαριωτικό σύστημα, απονεμήθηκε η κάρπωση των εύφορων χωραφιών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1660 την περιοχή επισκέφθηκε ο μουσουλμάνος περιηγητής Εβλιά Τσελεπή. Με βάση τη διήγηση πληροφορούμαστε ότι την εποχή αυτή στο Βραχώρι κατοικούσαν περί τις τριακόσιες οικογένειες, κυρίως χριστιανικές, που ασχολούνται κατά βάση με τη γεωργία. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην οικονομική κατάσταση των μουσουλμάνων της πόλης, που χαρακτηρίζονται ως «πάμπλουτοι». Το Βραχώρι δοκιμάστηκε σκληρά με το κίνημα του 1585, που ήρθε ως συνέπεια του Τουρκοβενετσιάνικου Πολέμου. Δοκιμασία μεγάλη πέρασε και με το κίνημα του Διονυσίου του λεγόμενου Σκυλόσοφου (1612).
Άλλη μεγάλη δοκιμασία περνάει το Βραχώρι και στα Ορλωφικά (1770). Από το 1790 μέχρι την Επανάσταση του 1821 περνάει στην εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Το 1821 το Βραχώρι ήταν έδρα ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων και διοικητικό κέντρο της περιοχής. Ο τουρκαλβανός διοικητής της πόλης, Νούρκα Σέρβανη, πρόβλεψε την εξέλιξη των γεγονότων και προσκάλεσε το σημαντικό οπλαρχηγό της περιοχής Αλέξανδρο Βλαχόπουλο στο Βραχώρι, προσδοκώντας να τον κρατήσει όμηρο.
Ο τελευταίος όμως, δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή και σε συνεννόηση με το Δημήτριο Μακρή, το Θανάση Ραζηκότσικα, τον Κων/νο Σιαδήμα και το Θεόδωρο Γρίβα ξεκίνησαν συντονισμένες επιχειρήσεις εναντίον της πόλης. Μεταξύ της 26ης και 27ης Μαΐου ο Βλαχόπουλος με το Γρίβα κατέλαβαν τη θέση Δογρή, ενώ ο Μακρής με το Ραζηκότσικα τα γεφύρια του Αλάμπεη. Το πρωί της επόμενης ημέρας σε συντονισμένη επιχείρηση των ελληνικών δυνάμεων έγινε κατάληψη της πόλης και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα σπίτια και κατέφυγαν στην κεντρική συνοικία του Βραχωριού. Η επιχείρηση παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες και τούτο γιατί τα τουρκικά σπίτια ήταν άριστα οχυρωμένα.
Τριγυρισμένα με διπλό και τριπλό κάποιες φορές τείχισμα και αυλόθυρες σε πολλές μεριές-μοναδικό φαινόμενο σπιτιών σ΄ όλη την Ελλάδα - ήταν ικανά να αντισταθούν στις συνεχείς επιθέσεις των επαναστατών, που άλλωστε δε διέθεταν πυροβολικό. Από την επόμενη μέρα όμως, η αντίσταση των Τούρκων άρχισε να κάμπτεται, κάτι που οδήγησε το Νούρκα Σέρβανη να δείξει «…διαθέσεις παραδόσεως της πόλεως…» , προσπάθεια η οποία δεν απέδωσε. Στις 30 Μαΐου οι ελληνικές δυνάμεις, που ήδη είχαν ενισχυθεί από άνδρες του Σιαδήμα, του Γρίβα, του Τσόγκα και του Γιώτη Βαρνακιώτη, ανάγκασαν τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και το διοικητήριο της πόλης και να κλειστούν σε άλλα πιο οχυρωμένα σπίτια. Τρεις μέρες αργότερα έφτασε ο Γεώργιος Βαρνακιώτης με ισχυρή δύναμη Ξηρομεριτών. Η δύναμη των Ελλήνων στο Βραχώρι έφτασε πλέον περί τους 4.000 άντρες.
Ο Νούρκα Σέρβανη ήρθε σε νέες συνεννοήσεις με τους Έλληνες και μαζί με την αλβανική φρουρά εγκατέλειψε την πόλη με όλο τον οπλισμό του. Φεύγοντας όμως οι Αλβανοί λήστεψαν τα σπίτια των αγάδων της πόλης και στέρησαν από τους Έλληνες πολύτιμα λάφυρα. Εκείνοι όμως τους καταδίωξαν, τους πρόλαβαν, πήραν πίσω την πολύτιμη λεία, αιχμαλώτισαν τους περισσότερους και ανάμεσά τους το Νούρκα Σέρβανη. Οι ντόπιοι Τούρκοι, μετά τις παραπάνω εξελίξεις, παραδόθηκαν στις 10 και 11 Ιουνίου. Έτσι «…η πρωτεύουσα του Κάρλελι, το Αγρίνιον, περιήλθεν εις χείρας των επαναστατών και μέγας επεκράτησεν ενθουσιασμός όχι μόνον εις την Δυτικήν Ελλάδα, αλλ’ εις ολόκληρον τον Ελληνισμόν». Απερίσπαστες πλέον οι ελληνικές δυνάμεις θα προσπαθήσουν να καταλάβουν το άλλο σπουδαίο οχυρό των εχθρών, το Ζαπάντι. Στις 24-2-1822 στο Βραχώρι συνήλθε η Γερουσία της Δυτικής Ελλάδας. Το Σεπτέμβριο του 1822, το Βραχώρι καταλήφθηκε από τον Ομέρ Βρυώνη και το Ρεσίτ Πασά και καταστράφηκε ολοκληρωτικά.
Μετά την Επανάσταση του 1821, η πόλη ξαναχτίστηκε. Με το Β.Δ. 3/15-4-1833 συστάθηκε ο Νομός Αιτωλίας και Ακαρνανίας και το Βραχώρι ορίστηκε ως Πρωτεύουσά του. Όμως, πέντε μήνες αργότερα, στις 22-9-1833, η πρωτεύουσα του Νομού μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου και παραμένει. Τον Οκτώβριο του 1835 το Βραχώρι μετονομάστηκε και πήρε πλέον την αρχαία του ονομασία, «Αγρίνιο». Για τη μετονομασία αυτή ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει: «…κι αν άλλο πήρες όνομα, θαμμένο στο βιβλίο, μ’ αρέσει το αρματολικό όνομά σου». Το 1862 το Αγρίνιο αποτέλεσε κέντρο του κινήματος του Θ. Γρίβα που είχε σαν αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με το αντίστοιχο της Αθήνας, την ανατροπή του Όθωνα και το τέλος της διακυβέρνησης της χώρας από τους Βαυαρούς. Το Αγρίνιο κατοικήθηκε από πρόσφυγες των ορεινών περιοχών της Αιτωλίας και Ευρυτανίας, καθώς και από Ηπειρώτες και Σουλιώτες. Αυτό το μωσαϊκό πλουτίστηκε ακόμη περισσότερο με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922. Σήμερα το Αγρίνιο είναι μια από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες πόλεις της Ελλάδας. Ένα από τα πολλά αξιόλογα του Αγρινίου είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο. Αυτό κτίστηκε με δωρεά των Αδελφών Παπαστράτου και τα εγκαίνιά του έγιναν το 1969. Στο Μουσείο εκτίθενται ευρήματα από τους αρχαιολογικούς χώρους όλου του Νομού Αιτωλ/νίας. Στον αύλειο χώρο του Μουσείου βλέπει κανείς επιτύμβιες στήλες, με σημαντικότερη αυτή του Νικηφόρου και της Σωσώς.
Ακόμη βλέπουμε τους δύο ρωμαϊκούς κορμούς γυναικείων αγαλμάτων από τη Στράτο του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το Μουσείο έχει δύο αίθουσες. Στην πρώτη αίθουσα η προθήκη Νο1 περιέχει κεραμικά ευρήματα από τη Σαυρία (Παλαιομάνινα), η προθήκη Νο2 κλασικά αγγεία του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα, η προθήκη Νο3 νεολιθικά ευρήματα, η προθήκη Νο4 χαρακτηριστικά ερυθρόμορφα αγγεία της κλασικής εποχής, η προθήκη Νο5 αγγεία της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής εποχής του 9ου και 8ου π.Χ. αιώνα. Στη δεύτερη αίθουσα η προθήκη Νο6 περιέχει συλλογή πήλινων βαριδιών αργαλειού, ακροκέραμα κ.ά., η προθήκη Νο7, εκτός από πήλινα ακροκέραμα, περιέχει χάλκινα ευρήματα της μυκηναϊκής εποχής, όπως δρεπάνια, αμφίστομους πέλεκεις κ.ά. Άλλο αξιόλογο είναι το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης, το οποίο στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο, στην οδό Αδελφών Κέντρου. Εκεί εκτίθενται φορεσιές, εργαλεία και χειροτεχνήματα με κύρια έμφαση στην καλλιέργεια του καπνού (κύριο προϊόν του λεκανοπεδίου του Αγρινίου) και την τοπική παράδοση.
Ένα ακόμη απ’ τα πολλά αξιόλογα του Αγρινίου είναι και η Παπαστράτειος Δημοτική Βιβλιοθήκη, δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Επίσης αξιόλογο είναι το Δημαρχείο στην πρόσοψη του οποίου απεικονίζεται η πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο. Είναι το έμβλημα της πόλης. Στολίδι της πόλης, είναι το Πάρκο, το οποίο έχει παραχωρηθεί στο Δήμο Αγρινίου από το έτος 1947. Το παραχώρησαν οι αδελφοί Παπαστράτου και γι’ αυτό φέρει την ονομασία Παπαστράτειο. Είναι ο πνεύμονας στης πόλης και εάν συγκριθεί με άλλα πάρκα μεγαλουπόλεων, ασφαλώς είναι το καλύτερο. Διαθέτει εξαίρετο περίπτερο και έχει ωραίους δρόμους. Στο κέντρο του πάρκου υπάρχει ο μικρός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Πίσω από το ναό αυτό και κατά το δυτικό μέρος υπάρχουν παιδικές χαρές και σε μια είσοδο του πάρκου βρίσκονταν οι προτομές των δωρητών, Αδελφών Παπαστράτου. Στη βορειοδυτική πλευρά του Αγρινίου βρίσκεται το Άλσος του Αγίου Χριστοφόρου. Καλύπτει λόφο πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων, είναι πυκνόφυτο και καταπράσινο.
Εδώ βρίσκεται ο παλιός ναός του Αγίου Χριστοφόρου, ο οποίος πριν την ανέγερση του νέου, χρησιμοποιούνταν ως ενοριακός ναός. Ο ναός, που είναι ρυθμού Βασιλικής, έχει ανεγερθεί κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και η παράδοση θέλει να χτίστηκε στην ανατολική πλευρά της πόλης προκειμένου να προστατεύεται αυτή από το χαλάζι που πολλές φορές πλήττει την περιοχή. Έξω από το ναό απλώνεται ευρύχωρη αυλή που είναι στρωμένη με πλάκες
. Διαθέτει πέτρινα πεζούλια για να κάθονται οι προσκυνητές, οι επισκέπτες και να απολαμβάνουν την ωραιότατη θέα της πόλης του Αγρινίου. Πίσω από το Ιερό Βήμα βρίσκονταν το παλαιό νεκροταφείο. Σ’ αυτό, κατά την επιθυμία του, ενταφιάστηκε ο αρχιμανδρίτης Απόστολος Φαφούτης (Παπαποστόλης), για τον οποίο τόσα και τόσα καλά λόγια βγαίνουν απ’ τα στόματα των κατοίκων όλης της πόλης. Η δεντροφύτευση της περιοχής είναι προσωπικό έργο του Παπαποστόλη, ο οποίος εμπόδισε, ακόμη και με τα στήθη του, τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές ώστε να μην το καταστρέψουν. Κατά μια παράδοση στο δυτικό μέρος της αυλής υπήρχαν πριν πολλά χρόνια δυο κελιά, στα οποία μόναζαν δυο αδέρφια. Ο Άγιος Χριστόφορος είναι ο πολιούχος της πόλης του Αγρινίου και η μνήμη του τιμάται στις 9 Μαΐου, οπότε γίνεται πανηγύρι στην περιοχή του παλαιού Αγίου Χριστοφόρου. Σήμερα έχει ανεγερθεί νέος, μεγάλος ναός αφιερωμένος επίσης στον Άγιο Χριστόφορο. Ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού τέθηκε το έτος 1921 και τα εγκαίνια έγιναν από τον αείμνηστο μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Ιερόθεο, δεκαέξι χρόνια αργότερα, ήτοι το 1937. Με Βασιλικό Διάταγμα η 9η Μαΐου έχει καθοριστεί ως ημέρα αργίας. Το απόγευμα της ημέρας αυτής, γίνεται λιτάνευση της ιερής εικόνας του Αγίου στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με τη συμμετοχή χιλιάδων κατοίκων. Στο προαύλιο του νέου ναού, που έχουν φυτευτεί πεύκα και καλλωπιστικά δέντρα, βρίσκεται η προτομή του Αρχιμανδρίτη Απόστολου Φαφούτη, δηλαδή του Παπαποστόλη, ο οποίος απεβίωσε το 1960. Μητροπολιτικός ναός του Αγρινίου είναι αυτός της Ζωοδόχου Πηγής, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Η αρχική ανέγερση του ναού έγινε από Σουλιώτες, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Αγρινίου, μετά την απελευθέρωση. «…Εις εντοιχισμένην άνω της κυρίας εισόδου πλάκας ανεγράφετο το έτος 1851, το οποίον θεωρείται το έτος αποπερατώσεως του ναού». Ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε κατά το έτος 1959 και ένα χρόνο αργότερα, το 1960, άρχισε η ανέγερση του σημερινού. Η κατασκευή του έγινε με λευκούς λίθους και σε διαστάσεις μεγαλύτερες του παλαιότερου. Κάτω από το ναό υπάρχει παρεκκλήσι, όπου έχει τοποθετηθεί το ξύλινο τέμπλο του παλιού ναού, που είναι σε άριστη κατάσταση.
Ο σημερινός ναός είναι ρυθμού Βυζαντινού, ενώ ο παλιός ήταν ρυθμού Βασιλικής. Τα τελευταία χρόνια ολοκληρώθηκε η ανάπλαση του εξωτερικού χώρου του ναού, καθώς και η εσωτερική διακόσμησή του. Η «Παναγία» θεωρείται ως ένα από τα στολίδια της πόλης. Νοτιοανατολικά της πόλης του Αγρινίου και σε θέση περίβλεπτη υπάρχει ο ναός της Αγίας Τριάδας. Πρόκειται για περικαλλή ναό που περιβάλλεται από έκταση περίπου 6 στρεμμάτων. Τα παλιά χρόνια στο χώρο αυτό υπήρχε νεκροταφείο, όμως μεταφέρθηκε στον παλιό Άγιο Γεώργιο, έξω από την πόλη. Η ανέγερση του ναού αυτού έγινε το 1906. Πριν από το 1900 ο χώρος αυτός ήταν μετόχι της Μονής Τατάρνας και στο εσωτερικό του ήταν χτισμένο μικρό εκκλησάκι, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο.
Στο νότιο μέρος της πόλης του Αγρινίου και αριστερά καθώς κάποιος ακολουθεί την οδό Χαρίλαου Τρικούπη, προκειμένου να εξέλθει από το Αγρίνιο, υπάρχει ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος χτίστηκε σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε δωρεάν από το Μιχάλη Αλεξανδρόπουλο, πατέρα του αείμνηστου μητροπολίτη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, Χριστόφορου. Ο ναός αυτός θεμελιώθηκε το 1906 και τα εγκαίνιά του έγιναν έξι χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1912.
Τότε μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας ήταν ο Παρθένιος. Μέσα στο ναό «…φυλάσσονται ως ιερά κειμήλια άγια λείψανα τριών αγίων ήτοι του Γεωργίου, του Πολυκάρπου και του Δαμιανού». Έξω από το Αγρίνιο συναντάμε τον παλαιό ναό του Αγίου Γεωργίου, στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο της πόλης. Προτού να ανοικοδομηθεί ο νέος Άγιος Γεώργιος, ενοριακός ναός της περιοχής ήταν ο παλιός. Στα ΝΔ της πόλης βρίσκεται ένας ακόμη ναός. Αυτός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο και ο αρχικός ναός θεωρείται ως ο αρχαιότερος της πόλης του Αγρινίου, αφού η κατασκευή του ανάγεται στο 1664, σύμφωνα με επιγραφή που σώζεται πάνω από τη νότια πόρτα του ναού. Αρχικά ήταν ένα εξωκλήσι, στην περιοχή του οποίου εγκαταστάθηκαν Σουλιώτες πριν το έτος 1821, οι οποίοι έκαναν πολλές δωρεές στο ναό. Λέγεται ότι ο χώρος που περιβάλλει τον «Άγιο Δημήτριο», είναι δωρεά κάποιας Σουλιώτισσας με το όνομα Σουλτάνα, η οποία είχε άρρωστο γιο. Έταξε, λοιπόν, στον Άγιο Δημήτριο, ότι αν το παιδί της γίνει καλά θα αφιέρωνε σ’ αυτόν όση περιουσία είχε. Το παιδί έγινε καλά και έτσι πραγματοποίησε την υπόσχεσή της.
Ο σημερινός ναός βρίσκεται παράπλευρα του παλαιού. Η οικοδόμησή του άρχισε το 1952 και το σχέδιό του είναι κράμα αυτών της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης και της Αναστάσεως του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου είναι ο ναΐσκος της Ευαγγελίστριας. Είναι χτισμένος στην οδό Παπαϊωάννου, απέναντι από το παλαιότερο σχολείο της πόλης, το 1ο Δημοτικό. Χτίστηκε το 1930 και τα εγκαίνιά του έγιναν το 1935. Είναι ρυθμού βυζαντινού και περιβάλλεται από ανθόκηπο.
Η πόλη του Αγρινίου δεσπόζει στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και είναι το εμπορικό, οικονομικό και πολιτικό κέντρο της Αιτωλοακαρνανίας. Τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται τουριστικά και χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ένα παλιό έθιμο, που σήμερα αναβιώνει, προσελκύει πολλούς θεατές και σχετίζεται άμεσα με τους ναούς της πόλης. Είναι το έθιμο της ρίψης των «χαλκουνιών». Τα παλαιότερα χρόνια τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ κατά τη περιφορά των επιταφίων καίγονταν χαλκούνια, «…χάρτινοι κύλινδροι 25-35 εκατοστών μήκους και διαμέτρου περίπου μιας ίντσας, γεμισμένοι με μπαρούτι υπονόμων». Μέσα στη τριμμένη μπαρούτι υπήρχαν ρινίσματα σιδήρου ή κεραμιδιών. Όταν γίνονταν η πυροδότηση, καθώς καίγονταν, πετούσαν σπίθες σε απόσταση περίπου 10-12 μ. και σχηματίζονταν πύρινος πίδακας.
Οι επιτάφιοι συγκεντρώνονταν στην πλατεία Στράτου, όπου γίνονταν «χαλκουνοπόλεμος». Οι χαλκουνάδες της κάθε ενορίας πήγαιναν μπροστά από το δικό τους επιτάφιο και κάνανε προσπάθεια να διώξουν τους αντιπάλους τους και να μείνουν μόνοι κύριοι της πλατείας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει, εάν τα δικά τους χαλκούνια ήταν μεγαλύτερα και περισσότερα και εάν ακόμη αυτοί που τα χρησιμοποιούσαν ήταν πιο ψύχραιμοι «μαχητές». Βάζανε φωτιά στο χαλκούνι και το άφηναν ελεύθερο να δημιουργήσει πανικό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η μορφή αυτή του χαλκουνοπόλεμου ήταν ασφαλώς σκληρή και τα θύματα δεν ήταν και λίγα. Έτσι αποφάσισαν να κρατάνε στα χέρια τους τα χαλκούνια μέχρι να καεί και το τελευταίο σπυράκι της μπαρούτης. Οι χαλκουνάδες φορούσαν ενδύματα φαρδιά και βρεγμένα. Κάτω από αυτά υπήρχαν σάκοι γεμάτοι με χαλκούνια. Λίγο πιο πέρα υπήρχε κάποιο πρόσωπο για να κάνει τον ανεφοδιασμό, καθώς κι ένα πρόχειρο νοσοκομείο εφοδιασμένο τόσο με μπουκάλια μελάνι όσο και με ντενεκέδες λάσπη.
Σχεδόν όλοι οι Αγρινιώτες, αλλά και αρκετοί άλλοι έτρεχαν να καταλάβουν θέσεις και να απολαύσουν το θέαμα στο «πεδίο της κόλασης». Το έθιμο αυτό πρέπει να παρέμεινε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και δεν έχει καμιά σχέση με το χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης του Θεανθρώπου και τούτο γιατί γίνονταν δυο μέρες νωρίτερα, δηλαδή τη Μεγάλη Παρασκευή, που δεν έχουμε χαρά αλλά μεγάλη λύπη. Το έθιμο των χαλκουνιών ανάγεται στα προεπαναστατικά χρόνια. Αναφέρεται ότι στο Αγρίνιο, που τότε λεγόταν Βραχώρι, υπήρχε εβραϊκή κοινότητα, που χαρακτηρίζονταν από μια έντονη επιθυμία να είναι θρησκευτικά και οικονομικά κυρίαρχη στην πόλη. Ως γνωστόν οι Έλληνες, με την επέμβαση των μεγάλων Χριστιανικών Δυνάμεων, ήταν ελεύθεροι να τελούν κάποια θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Ένα από αυτά ήταν και η περιφορά του επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ. Κατά την ώρα της περιφοράς πολλοί Εβραίοι εισέρχονταν στην πομπή και προκαλούσαν επεισόδια, με στόχο να εκθέσουν τους Έλληνες στους Τούρκους κατακτητές. Θέλανε να δείξουν στους Τούρκους «…ότι αυτές οι λεγόμενες ψευτοθρησκευτικές συγκεντρώσεις είναι μια οχλοκρατική διαδήλωση που μπορεί να μεταβληθεί και σε επανάσταση και συνεπώς πρέπει να απαγορευθούν». Ζήτησαν, λοιπόν, οι Έλληνες να τους επιτρέψουν οι Τούρκοι να κάνουν χρήση των χαλκουνιών, προστατεύοντας έτσι την πομπή των επιταφίων και μη επιτρέποντας στους Εβραίους να πλησιάζουν. Το φαντασμαγορικό, παραδοσιακό αυτό έθιμο αυτό, που αποτελούσε ένα ξεχωριστό στοιχείο της όμορφης πόλης του Αγρινίου, καταργήθηκε το 1967 από τη Δικτατορία. Όμως κάποιοι θαρραλέοι Αγρινιώτες ρίχνανε- κρυφά- χαλκούνια, ακόμη και τότε, στη γειτονιά τους.
Σήμερα το έθιμο αναβιώνει κάθε Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ στην κεντρική πλατεία της πόλης, την πλατεία Δημοκρατίας. Οι χαλκουνάδες παίρνουν θέση και το θέαμα που προσφέρεται είναι μοναδικό. Πλέον δε γίνεται «μάχη» για να επικρατήσει κάποιος έναντι των άλλων, όμως είναι έντονη η προσπάθεια αυτών που συμμετέχουν για το ποιος θα φτιάξει το πιο θεαματικό στην καύση του «χαλκούνι». Με τον τρόπο του θυμίζει τους «μπουρλοτιέρηδες» του 1821, συντηρεί με τη δική του ομορφιά την παράδοση, έτσι για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Στα μακραίωνη ιστορία του Αγρινίου, το τραγικότερο ίσως σημείο είναι η Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου του 1944. Εκείνο το ξημέρωμα οι κατοχικές δυνάμεις διέπραξαν ένα ακόμη έγκλημα, από τα τόσα που έγιναν στην Ελλάδα. Με αφορμή την επίθεση που είχε γίνει λίγες μέρες νωρίτερα στο τρένο έξω από τη Σταμνά, «…στις 4.45΄ το πρωί οι Γερμανοί φρουροί στις φυλακές της Αγίας Τριάδας, ξεχώρισαν τρεις άντρες από τους 160 που ήταν φυλακισμένοι. Αυτοί ήταν ο Πάνος Σούλος 22 ετών, ο Χρίστος Σαλάκος 23 ετών και ο Αβραάμ Αναστασιάδης 52 ετών. Τους επιβίβασαν σ’ ένα καμιόνι και τους έφεραν στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου. Το έγκλημα έγινε μέσα στο σκοτάδι! Οι τρεις πατριώτες, που άνοιξαν το χορό του θανάτου, κρεμάστηκαν στους φανοστάτες της πλατείας! Στη συνέχεια αναγνώστηκε στις φυλακές κατάσταση 120 ανθρώπων, οι οποίοι θα εκτελούνταν. Όσοι άκουσαν το όνομά τους βγήκαν από τη φυλακή και στριμώχτηκαν στην εσωτερική αυλή. Ύστερα οδηγήθηκαν στον τόπο της εκτέλεσης σε ομάδες των δέκα ατόμων. Ο υπεύθυνος αξιωματικός τους τοποθετούσε στο χείλος ομαδικού τάφου, που είχε ανοιχθεί αποβραδίς και η εκτέλεση τελείωνε γρήγορα». Από τα ξημερώματα ως τις 10 το πρωί ο θάνατος πλανιόταν πάνω από το Αγρίνιο.
Οι κάτοικοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, καταλαβαίνοντας ότι κάτι πολύ κακό συνέβαινε. Η εκατόμβη των εκτελεσθέντων (117 νεκροί) θα αποτελεί αιώνιο Μνημείο της Αντίστασης του λαού της πόλης του Αγρινίου, μα και της Αιτωλοακαρνανίας παραπέρα.
Ο Δήμος Αγρινίου, πρόσφατα, κατασκεύασε μνημείο στην Πλατεία Δημοκρατίας τιμώντας με τον τρόπο αυτό τους τρεις ήρωες πατριώτες. Επίσης μνημείο έχει ανεγερθεί δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στη μνήμη των 120 εκτελεσθέντων πατριωτών τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Το Αγρίνιο, στα χρόνια της Κατοχής, βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς και ένα μεγάλο μέρος του καταστράφηκε. Σημάδια του βομβαρδισμού αυτού βρίσκονται στις μαρμάρινες κολόνες του νεοκλασικού κτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος στο κέντρο του Αγρινίου. Γρήγορα όμως, η πόλη επούλωσε της πληγές της και τα χρόνια που ακολούθησαν την ανέδειξαν σε κέντρο της ευρύτερης περιοχής.
Το σημερινό Αγρίνιο αναπτύσσεται ραγδαία, εξελίσσεται σε σύγχρονη μεγαλούπολη και αναπτύσσει όλες τις απαραίτητες, για το λόγο αυτό, υποδομές. Έτσι, κοντά στο δημοτικό διαμέρισμα Καλυβίων και σε απόσταση δώδεκα χιλιόμετρα από το Αγρίνιο, βρίσκονται οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας των λυμάτων της πόλης. Οι εγκαταστάσεις του βιολογικού καθαρισμού και το σύνολο γενικά του έργου αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα που έγιναν στη Δυτική Ελλάδα και σύντομα θα εξυπηρετεί τις ανάγκες όχι μόνο του Αγρινίου, αλλά και των άλλων παρακείμενων δήμων, αφού προχωρά η σύνδεση της αποχέτευσή τους με αυτόν.
Ο βιολογικός καθαρισμός είναι ένα σύνθετο και πολύ προηγμένης τεχνολογίας έργο για την προστασία του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των ευαίσθητων οικοσυστημάτων του Αχελώου. Ήταν απολύτως απαραίτητος, αφού μέχρι πριν λίγα χρόνια τα απόβλητα της πόλης, χωρίς καμιά επεξεργασία, οδηγούνταν στη λίμνη Λυσιμαχία. Η ρύπανση της λίμνης, με τα νερά της οποίας αρδεύεται ο μεγάλος κάμπος της Παραχελωίτιδας, έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Επομένως η ισορροπία του ευαίσθητου οικοσυστήματος είχε διαταραχτεί και η Λυσιμαχία μέσα σε λίγα χρόνια θα μετατρέπονταν σε μια νεκρή λίμνη. Έπρεπε να διασωθεί. Υπήρχε μεγάλη ανάγκη για την κατασκευή ενός έργου - ασπίδα τόσο για την πόλη του Αγρινίου όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Αφού έγιναν οι απαραίτητες προεργασίες (μελέτες, δημοπρασίες κ.λ.π.), το 1995 ξεκίνησε η κατασκευή του μεγάλου αυτού έργου. Η πρώτη φάση του έργου ήδη ολοκληρώθηκε και λειτουργεί. Το έργο, εναρμονισμένο σύμφωνα με τις αυστηρές προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα επεξεργάζεται τα υγρά απόβλητα του Αγρινίου και των γύρω οικισμών και θα τα παραδίδει καθαρά στον αποδέκτη ποταμό Αχελώο.
Ένα όραμα δεκαετιών έγινε πια πραγματικότητα. Η ισορροπία στο διαταραγμένο οικοσύστημα της λίμνης Λυσιμαχίας και του υδροφόρου ορίζοντα του ποταμού Αχελώου αποκαθίσταται. Η υδρόβια ζωή στη λίμνη θα αποκαταστήσει την ποικιλότητα και τους πληθυσμούς που είχε παλαιότερα και θα προχωρήσει η βελτίωση της ποιότητας των νερών γρήγορα. Το περιβάλλον πεντακάθαρο πλέον θα παραδοθεί στις επερχόμενες γενιές.
Βασίλειος Κωστόπουλος Δ/ντής 1ου Δ. Σ. Αγρινίου Δάσκαλος – Μαθηματικός Ελένη Μπούρου Δασκάλα Συγγραφέας
e-istoria.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου